- χρυσοχοείο
- το / χρυσοχοεῑον, ΝΜΑ [χρυσοχόος]το εργαστήριο τού χρυσοχόουνεοελλ.κατάστημα στο οποίο πωλούνται κοσμήματα και άλλα αντικείμενα από χρυσό ή από άλλα πολύτιμα μέταλλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσοχοείο — το το εργαστήριο του χρυσοχόου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδαμαντοπωλείο — το [αδαμαντοπώλης] κατάστημα στο οποίο πωλούνται αδαμαντοποίκιλτα κοσμήματα, κοσμηματοπωλείο, χρυσοχοείο … Dictionary of Greek
κοσμηματοπωλείο — το κατάστημα πώλησης κοσμημάτων, χρυσοχοείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμηματοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. κοσμηματοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ληστεύω — (AM ληστεύω) [ληστής] αφαιρώ και οικειοποιούμαι ξένη περιουσία με άσκηση βίας (α. «λήστεψαν πάλι το χρυσοχοείο» β. «ληστεύειν ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. μσν. μτφ. κερδοσκοπώ σε βάρος άλλου, αισχροκερδώ («μάς λήστεψαν στο… … Dictionary of Greek
χρυσίων — ονος, ὁ, Α εργαστήριο χρυσοχόου, χρυσοχοείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + επίθημα ίων (πρβλ. ἀμπελ ίων)] … Dictionary of Greek
χρυσοπωλείο — το, Ν χρυσοχοείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσοπώλης + κατάλ. είο (πρβλ. γραφ είο). Η λ., στον λόγιο τ. χρυσοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
Παμμένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ευγενής Θηβαίος, σύγχρονος του Επαμεινώνδα, που συνετέλεσε στη σύσταση του Ιερού Λόχου. Μετά τη μάχη των Λεύκτρων, στάλθηκε στην Αρκαδία με 1.000 άντρες για να προστατέψει την ίδρυση της Μεγαλόπολης από τυχόν… … Dictionary of Greek
Σάτον Χου — (Sutton Hoo). Τοποθεσία της Αγγλίας κοντά στο Γούντμπριτζ του Σάφολκ όπου βρέθηκε ένα πλοίο που χρονολογήθηκε τον 7o αι. από τα νομίσματα που βρέθηκαν πάνω σ’ αυτό. Το πλοίο αποδείχτηκε πλωτό χρυσοχοείο και ο θησαυρός του σήμερα βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek
κλέβω — και κλέφτω έκλεψα, κλέφτηκα και κλάπηκα, κλεμμένος 1. αφαιρώ κρυφά ή με απάτη πράγμα που ανήκει σε άλλον, ιδιοποιούμαι κάτι, βουτάω: Μπήκαν στο χρυσοχοείο το βράδυ κι έκλεψαν ρολόγια και κοσμήματα. 2. αρπάζω βίαια κόρη και τη νυμφεύομαι: Δεν του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσμηματοπωλείο — το κατάστημα πώλησης κοσμημάτων, χρυσοχοείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)